εισιτήριος

εισιτήριος
-ο (AM εἰσιτήριος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» — εισαγωγικές εξετάσεις
β. «εισιτήριος λόγος» — εναρκτήριος λόγος
γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι» — θυσίες κατά την είσοδο τού έτους ή την ανάληψη αξιώματος)
2. το ουδ. ως ουσ. το εισιτήριο (AM εἰσιτήριον)
δελτίο, απόδειξη που παρέχει δικαίωμα εισόδου σε αίθουσα ή χώρο δημόσιων θεμάτων, σε συγκοινωνιακό μέσο κ.λπ.
νεοελλ.
φρ.
1. «εισιτήριο μετ' επιστροφής ή με επιστροφή» — στο οποίο αναγράφεται ότι ο κάτοχος δικαιούται να μεταβεί κάπου και να επιστρέψει
2. «εισιτήριο στρατιωτικό, φοιτητικό, υπηρεσιακό κ.λπ.» — με ενδείξεις τής ιδιότητας τού κατόχου ώστε να καταβάλει μειωμένο αντίτιμο
3. «εισιτήριο διαρκές ή διαρκείας» — αυτό που παρέχει στον κάτοχο απεριόριστο αριθμό διαδρομών για ορισμένη χρονική περίοδο
4. «εισιτήριο προσωπικό» — στο οποίο αναγράφεται το όνομα τού επιβάτη και δεν επιτρέπεται η εκχώρησή του σε άλλον
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εἰσιτήρια
«αἱ εἰσιτήριοι θυσίαι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἰσιτήριος — belonging to entrance masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισιτήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο ή που χρησιμεύει για είσοδο, ο εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις για το λύκειο. 2. που γίνεται στην έναρξη χρονικής περιόδου ή για την ανάληψη αξιώματος, ο εναρκτήριος: Εισιτήριος λόγος καθηγητή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσιτήριον — εἰσιτήριος belonging to entrance masc/fem acc sg εἰσιτήριος belonging to entrance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιτηρίους — εἰσιτήριος belonging to entrance masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιτήρια — εἰσιτήριος belonging to entrance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριο — το (AM εἰσιτήριον) βλ. εισιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είμι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”